- φυζαλέος
- -α, -ον, Α(ποιητ. τ.) φυζακινός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυζ-της λ. φύζα* «φυγή» + επίθημα -αλέος (πρβλ. πειν-αλέος, ρωμαλέος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυζαλέος — φυζακινός flying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυζηλός — ή, όν, Α φυζαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυζ τής λ. φύζα* «φυγή» + επίθημα ηλός (πρβλ. τρυφ ηλός)] … Dictionary of Greek
φυζαλέαι — φυζακινός flying fem nom/voc pl φυζαλέᾱͅ , φυζακινός flying fem dat sg (attic doric aeolic) φυζαλέᾱͅ , φυζαλέος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)